γωνιοειδής

γωνιοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα γωνίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γωνιοειδής — angular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδής — ές (AM γωνιοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα γωνίας …   Dictionary of Greek

  • γωνιοειδῆ — γωνιοειδής angular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γωνιοειδής angular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γωνιοειδής angular masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδεῖς — γωνιοειδής angular masc/fem acc pl γωνιοειδής angular masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδές — γωνιοειδής angular masc/fem voc sg γωνιοειδής angular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδοῦς — γωνιοειδής angular masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιοειδῶν — γωνιοειδής angular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • γωνιώδης — ες (AM γωνιώδης, ες) ο γωνιοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”